καυστικότητα

καυστικότητα
η
1. η ιδιότητα τού καυστικού, η ιδιότητα που έχει κάτι να προκαλεί κάψιμο
2. μτφ. δριμύ ύφος, οξύτητα, δηκτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. καυστικότης, μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Μ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καυστικότητα — η 1. το να είναι κάποιος καυστικός, η ικανότητα ή ιδιότητα να προκαλεί κάποιος εγκαύματα. 2. η οξύτητα, η δριμύτητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… …   Dictionary of Greek

  • κοπίδα — η (Α κοπίς, ίδος) [κοπή] 1. κοπίδι 2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν », Πλούτ.) αρχ. 1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως τού μάγειρα ή τού κρεοπώλη… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • άψα — άψα, η και αψάδα, η δριμύτητα, καυστικότητα, οξυθυμία: Σήμερα έχει τις αψάδες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”